- καρούχον
- καροῡχον, τὸ και καροῡχα, ἡ (Α)πάπ. είδος άμαξας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carruca].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρουχάριος — καρουχάριος, ὁ (Α) [καρούχον] 1. ημιονηγός 2. αμαξηλάτης … Dictionary of Greek
καρούχα — καροῡχα, ἡ (Α) βλ. καροῡχον … Dictionary of Greek
καρούχιον — καρούχιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καρούχον* … Dictionary of Greek